- μεταμορφοῦμαι
- μεταμορφόωtransformpres ind mp 1st sgμεταμορφόωtransformpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμετάμορφος — ἀμετάμορφος, ον (Μ) [μεταμορφοῦμαί] αυτός που δεν μεταμορφώνεται, αναλλοίωτος … Dictionary of Greek
ԿԵՐՊԱՓՈԽԻՄ — (եցայ.) NBH 1 1093 Chronological Sequence: 6c, 14c ձ. μεταμορφοῦμαι transformor. Փոխակերպիլ. փոխիլ յայլ կերպաւան եւ ʼի ձեւ. ... *Ասի զպրովտեայ կերպափոխիլ առ հանդիպեալսն պէսպէս՝ բայց ʼի սպիտակէ: Արեսի յաղբիս կերպափոխեալ. Նոննոս.: *Կերպափոխեալ ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)